ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΩΝ ΡΟΜΑΝΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΗΣ

Αναπαραστάσεις του τοπίου του ελληνικού χώρου στις τέχνες από τον 18ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα (ζωγραφική, χαρακτική, φωτογραφία).

Σκεπτικό της ερευνητικής δράσης

Μετά τη δημοσίευση της θεμελιώδους μελέτης του Sir Kenneth Clark, Landscape Into Art, το 1949 (Clark, 1949), οι μελέτες των εικαστικών αναπαραστάσεων του τοπίου στη διεθνή βιβλιογραφία συνιστούν ήδη μια δυσπρόσιτη σε όγκο βιβλιογραφία. Το τοπίο αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα ερευνητικό πεδίο ειδικού ενδιαφέροντος για την Ιστορία της τέχνης που έχει αναπτυχθεί εξαιρετικά γόνιμα και έχει συμβάλει καθοριστικά, τόσο στη διεπιστημονική μελέτη του, όσο και στον συναφή θεωρητικό και μεθοδολογικό προβληματισμό σχετικά με την έννοια του «τοπίου» και την ιστορικότητα των χρήσεων και των σημασιών της (Brunon, 2006). Η ερευνητική αυτή δραστηριότητα εκβάλλει σε εξίσου πλούσιες εκδοτικές, μουσειολογικές και εκθεσιακές πρακτικές οι οποίες εκφράζουν αυτό που ο Pierre Donadieu (2002) αποκάλεσε «désir du paysage» στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες με τις ιδιαίτερα ανεπτυγμένες οικολογικές ευαισθησίες.

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με αυτές τις διαρκώς αναπτυσσόμενες διεθνώς ερευνητικές, εκθεσιακές και εκδοτικές τάσεις, οι μελέτες και οι έρευνες για το τοπίο στις εικαστικές τέχνες είναι ελάχιστες και εξίσου αναιμικός είναι και ο θεωρητικός προβληματισμός γύρω από αυτές, με εξαίρεση κάποιες σποραδικές μελέτες που αφορούν στο φωτογραφικό τοπίο (Σταθάτος, 1996· Παπαϊωάννου, 2005). Με εξαίρεση επίσης έναν αριθμό λευκωμάτων και λίγες διδακτορικές διατριβές που κατά κανόνα έχουν εστιάσει σε ειδικά ζητήματα (βλ. ενδεικτικά Γοδόση, 1998· Φαρμάκη, 2011), οι μελέτες για την εικαστική αναπαράσταση του τοπίου περιορίζονται στο πλαίσιο των μελετών-μονογραφιών που αφορούν στο έργο καλλιτεχνών οι οποίοι περισσότερο ή λιγότερο είχαν ειδικευτεί στην τοπιογραφία, όπως για παράδειγμα οι Κωνσταντίνος Βολανάκης (Βλάχος, 1973), Κώστας Μαλέας (Κωτίδης, 1981) Νίκος Χατζηκυρικάκος-Γκίκας (Βαλκανά, 2012), ο Γιάννης Μηταράκης (Ματθιόπουλος, 2006) κ.ά. Μόνο οι αναπαραστάσεις του τοπίου του ελληνικού χώρου από τους ευρωπαίους περιηγητές έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικών ερευνών και δημοσιεύσεων (Ματάλας, 2009· βλ. και τη βάση δεδομένων http://el.travelogues.gr/)

Η ένδεια των ερευνών σχετικά με την ελληνική τοπιογραφία είναι αναντίστοιχη της βαρύτητας που κατά περιόδους έχει αποκτήσει η σημασία του τόπου και του τοπίου για τη νομιμοποίηση και διαμόρφωση των εθνοκεντρικών θεωριών και ταυτοτήτων και ιδιαίτερα των ποικίλων εκδοχών της «ελληνικότητας», καθώς και των νοητικών αναπαραστάσεων και στερεοτύπων που οπτικοποιούν τις έννοιες της πατρίδας, του έθνους, του τόπου καταγωγής κ.ά. Στη διεθνή βιβλιογραφία ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά παραδείγματα, που αναδεικνύουν ακριβώς αυτή τη χρήση του τοπίου στο πλαίσιο των ιδεολογικών και πολιτικών στρατηγικών, από τον 18ο αιώνα και μετά, προκειμένου να προβληθούν και να εγγραφούν στην ταυτότητα κάθε έθνους τα ιδιαίτερα τοπιογραφικά χαρακτηριστικά του (Warnke,1994· Brunon, 2006).

Βασικές κατευθύνσεις-άξονες του ερευνητικού προγράμματος.

Ι. Ο Denis Cosgrove (1984) ανέπτυξε την ιδέα του «συμβολικού τοπίου», προσδιορίζοντάς το ως «τρόπο του βλέπειν» («way of seeing») και ως μια έννοια ουσιωδώς ιδεολογική.

Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να ερευνηθεί εισαγωγικά ο σχηματισμός εκείνων των ιδεολογικών προϋποθέσεων, των οπτικών αντιλήψεων και των εικαστικών προτύπων που προδιαμόρφωσαν μέσα από φανταστικά ή επιλεγμένα τοπογραφικά δεδομένα τον τρόπο της εικαστικής αναπαράστασης  του ελληνικού τοπίου: το «συμβολικό τοπίο» της Ελλάδας. Κατά συνέπεια, ιδιαίτερος και αναγκαίος θεματικός άξονας της προτεινόμενης έρευνας είναι η καταγραφή της καλλιτεχνικής παραγωγής μέσω της οποίας συντελέστηκε η μετάβαση από το φανταστικό-κλασικό τοπίο, όπως αρχικά είχε διαμορφωθεί κατά τον 17ο αιώνα, στο τοπίο των χρόνων του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού όπου οι φανταστικές-ιδανικές αναπαραστάσεις συμπλέκονται με την ανάδυση των  αρχαιολογικών ενδιαφερόντων, το ταξίδι στην Ελλάδα, το κίνημα του φιλελληνισμού και τις πρώτες ακριβείς τοπογραφικές απεικονίσεις ελληνικών τοπίων από περιηγητές και ζωγράφους ταξιδιώτες. Δεδομένου ότι η επινόηση του τοπίου αποτελεί προϊόν συγκεκριμένης οπτικής, που υπόκειται εν μέρει σε έτοιμα αισθητικά πλαίσια (Cauquelin, 2000), κεντρικό ερευνητικό ερώτημα αυτής της θεματικής είναι με ποιο τρόπο οι εν πολλοίς φανταστικές εικαστικές αναπαραστάσεις του ελληνικού τοπίου από ζωγράφους της Δύσης συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός τοπιογραφικού ιδεώδους: Σε ποιο βαθμό δηλαδή, οι πρώιμες αυτές αναπαραστάσεις προσδιόρισαν τις επιλογές, την πρόσληψη και απόδοση του ελληνικού τοπίου στις ρεαλιστικές τοπιογραφικές αναπαραστάσεις που φιλοτεχνήθηκαν στη συνέχεια.

ΙΙ. Μετά τη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους, στο πλαίσιο των εφαρμοζόμενων πολιτικών διοργάνωσής του σύμφωνα με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα, οι εικαστικές τέχνες καλλιεργήθηκαν συστηματικά (ίδρυση του Σχολείου των Τεχνών, 1837) και σύμφωνα με τα αισθητικά-τεχνοτροπικά πρότυπα της δυτικής τέχνης. Συνακόλουθα καλλιεργήθηκε το ενδιαφέρον για τα ξεχωριστά είδη και τους θεματικούς κύκλους της ζωγραφικής, όπως η προσωπογραφία, η ιστορική ζωγραφική, το τοπίο κ.ά. Κατά συνέπεια αναπτύχθηκε σταδιακά το ενδιαφέρον για την αναπαράσταση του ελληνικού τοπίου από Έλληνες καλλιτέχνες.

Το ενδιαφέρον αυτό εκφράστηκε κατά περιόδους μέσα από την πρόσληψη των  κυρίαρχων αισθητικών και τεχνοτροπικών προτύπων στην ευρωπαϊκή τέχνη (νεοκλασικισμός, ακαδημαϊσμός. ρεαλισμός, ιμπρεσιονισμός, συμβολισμός, κυβισμός, εξπρεσιονισμός, τέχνη της γης κ.ά.), διαμορφώνοντας και αναδιαμορφώνοντας τους αντίστοιχους νοητικούς-οπτικούς κανόνες αναπαράστασης του ελληνικού τοπίου.

Δεδομένων των διαδοχικών αλλαγών της εδαφικής έκτασης και της σταδιακής διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους στη διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα η ίδια η σημασία του όρου «ελληνικό τοπίο» ή «τοπίο του ελληνικού χώρου» υπόκειται σε διαρκείς μεταβολές και υποχρεώνει τον ερευνητή στη διαρκή ιστορικοποίηση και σχετικοποίησή του.  

Η έρευνα στοχεύει στην καταγραφή της τοπιογραφικής παραγωγής των σημαντικότερων καλλιτεχνών Ελλήνων και ξένων που δραστηριοποιήθηκαν κατά τον 19ο και 20ό αιώνα στην Ελλάδα.

ΙΙΙ. Παράλληλα την ίδια χρονική περίοδο, οι αλματικές επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις, διεύρυναν και άλλαξαν ριζικά τις τεχνικές δυνατότητες καταγραφής και αναπαράστασης του τοπίου. Η φωτογραφική εικόνα, τεχνολογικό επιτεύγματα της πρώτης, αλλά και της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, συνδέθηκε, μεταξύ άλλων, αφενός με τη παραγωγή τοπιογραφιών και αφετέρου με τις διαδικασίες καταγραφής και διάδοσης πληροφοριών και τους εκάστοτε μηχανισμούς των μέσων μαζικής πληροφόρησης. Αποτέλεσε έτσι απαραίτητο εργαλείο των περιηγητών, των επιστημόνων, των καλλιτεχνών, των τουριστών, του κρατικών θεσμών κ.ο.κ. Ταυτόχρονα η διευρυμένη χρήση και κυκλοφορία της φωτογραφίας από τα μέσα του 19ου αιώνα, μετέβαλλε καθοριστικά τους τρόπους θέασης του χώρου και οδήγησε στη συγκρότηση ενός καινοφανούς οπτικού κώδικα, οι επιδράσεις του οποίου υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι καθοριστικές για τις σύγχρονες μεταμοντέρνες, κοινωνίες, ενέχοντας εθνικό-πολιτικές,  οικονομικές, επιστημονικές, αισθητικές κ.ά νοηματοδοτήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η φωτογραφική τοπιογραφία, εν προκειμένω του ελληνικού τοπίου, συγκροτεί σήμερα ένα ποικιλόμορφο και εν πολλοίς ακαθόριστο μωσαϊκό δεδομένων ανοικτό σε ερμηνείες και προσεγγίσεις.

Τούτων δοθέντων η αναγκαιότητα μιας συστηματικής συγκέντρωσης και καταγραφής της καλλιτεχνικής και φωτογραφικής παραγωγής με θέμα το ελληνικό τοπίο και η συγκρότηση ενός τεκμηριωμένου καταλόγου έργων, ταξινομημένου και προσβάσιμου στην έρευνα, προβάλλει ως άμεση προτεραιότητα για τη δημιουργία των προϋποθέσεων της μελέτης και ερμηνείας της ιστορίας των τρόπων εικαστικής και ευρύτερα οπτικής αναπαράστασης του τοπίου του ελληνικού χώρου.

Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος η έρευνα εστιάζει στο τοπίο της υπαίθρου, αφήνοντας το αστικό για ένα επόμενο συμπληρωματικό πρόγραμμα.

Συμπληρωματικά-επικουρικά θα γίνει μια προσπάθεια συστηματικής καταγραφής και του τεχνοκριτικού και ιστορικού λόγου για τις εικαστικές αναπαραστάσεις του τοπίου στη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Ερευνητικά ζητούμενα - μεθοδολογία:

Η έρευνα-καταγραφή για τον εντοπισμό έργων με αποκλειστικό ή κυρίως θέμα το ελληνικό τοπίο θα διεξαχθεί συστηματική σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, σε συναφείς εκδόσεις (μελέτες, κατάλογοι εκθέσεων, λευκώματα, καλλιτεχνικά περιοδικά, αρχεία, βάσεις δεδομένων κ.ά.).

Η έρευνα-καταγραφή και τεκμηρίωση θα διεξαχθεί σε ειδικευμένες βιβλιοθήκες και αρχεία (ΕΠΜΑΣ, ΑΣΚΤ, Πανεπιστήμιο Κρήτης, ΕΛΙΑ, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, κ.ά.) καθώς και σε βάσεις δεδομένων. 

Η έρευνα-καταγραφή θα επικεντρωθεί σε τρεις άξονες:

Ι. Στην καταγραφή της φανταστικής εξιδανικευτικής τοπιογραφίας των κλασικιστών και ρομαντικών ευρωπαίων ζωγράφων που στη διάρκεια του 18ου αιώνα, μέσα από το πρίσμα των κλασικών γραμμάτων και του διαφωτισμού, διαμόρφωσε μια φαντασιακή εικόνα για το φυσικό κάλλος της αρχαίας Ελλάδας η οποία λειτούργησε ως έτοιμο αισθητικό πλαίσιο για τις μεταγενέστερες εικαστικές αναπαραστάσεις του ελληνικού τοπίου.

ΙΙ. Στην καταγραφή και τεκμηρίωση των εικαστικών έργων με θέμα το ελληνικό τοπίο από σημαντικούς ζωγράφους και χαράκτες που έδρασαν στην Ελλάδα από τη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα.

ΙΙΙ. Στην καταγραφή και τεκμηρίωση των φωτογραφιών με θέμα το ελληνικό τοπίο από φωτογράφους που έδρασαν στην Ελλάδα από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα.

ΙV. Αποδελτίωση και καταγραφή του τεχνοκριτικού λόγου στην Ελλάδα που αφορά στην τοπιογραφία.

Το πρόγραμμα πραγματοποιείται στο πλαίσιο του διεπιστημονικού ερευνητικού προγράμματος ΜΕΤΟΠΟ (Μεσογειακά Τοπία του Πολιτισμού: πολιτισμικά τοπία του παρελθόντος στη διαχρονία της Μεσογείου, 2017-2020) του Ινστιτούτου Μεσογειακών ΣπουδώνΙΤΕ.